αλκαλικότητα

αλκαλικότητα
η
(χημ.), το να είναι κάτι αλκαλικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλκαλικότητα — ή βασικότητα, η Χημ. η χαρακτηριστική ιδιότητα μιας αλκαλικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkalinity] …   Dictionary of Greek

  • ανθοκυανίνες — Φυτικές χρωστικές ουσίες, διαλυτές στο νερό, την αλκοόλη και τον αιθέρα. Οι α. χρωματίζουν τα διάφορα μέρη του φυτού (φύλλα, πέταλα, καρπούς) με έντονα χρώματα (καφέ, κόκκινο, μοβ, πορτοκαλί κλπ.), ανάλογα με την οξύτητα ή την αλκαλικότητα του… …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • στέπα — Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”